κλύσματα

κλύσματα
κλύσμα
liquid used for washing out
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Κάρλοβι Βάρι — (Karlovy Vary). Πόλη (121.581 κάτ. το 2002) της Τσεχίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Καρλοβάρσκι (3.315 τ. χλμ., 303.051 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε μια κοιλάδα στο σημείο της συμβολής των ποταμών Όχρε και Τέπλα. Αρχικά ονομαζόταν Βάρι (σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”